- Μελάμφυλλον
- Μελάμφυλλον a mountain near Abdera, where the people of Abdera won a victory.1
κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος ἄντα δυσμενέων Μελαμφύλλου προπάροιθεν Pae. 2.69
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος ἄντα δυσμενέων Μελαμφύλλου προπάροιθεν Pae. 2.69
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μελάμφυλλον — μελάμφυλλος dark leaved masc/fem acc sg μελάμφυλλος dark leaved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανόφυλλος — η, ο (Α μελανόφυλλος, και μελάμφυλλος ον) αυτός που έχει μαύρα φύλλα αρχ. 1. (για τόπο) αυτός που σκιάζεται από φύλλα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελάμφυλλον το ποώδες και διακοσμητικό φυτό άκανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φύλλο (πρβλ. πλατύ… … Dictionary of Greek